- διχόβουλος
- δῐχόβουλος, -ον1 of doubtful counsel i. e. ambiguous εὔχομαι (Δία)
ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διχόβουλος — διχόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη, εχθρικός … Dictionary of Greek
διχόβουλον — διχόβουλος of different counsel masc/fem acc sg διχόβουλος of different counsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)